- σαλπάρισμα
- το, Ν [σαλπάρω]1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σαλπάρω, η ανέλκυση τής άγκυρας τού πλοίου από τον βυθό2. (κατ' επέκτ.) α) απόπλους, αναχώρηση τού πλοίουβ) το να ξεκινάει κανείς για ταξίδι με πλοίο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σαλπάρισμα — το, ατος αναχώρηση πλοίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άπαρσις — ἄπαρσις, η (Α) αναχώρηση, ξεκίνημα, απόπλους, σαλπάρισμα … Dictionary of Greek
άπαρση — η σαλπάρισμα, αναχώρηση: Ο πλοίαρχος έδωσε την εντολή για άπαρση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)